- ορχηστική
- η танцевальное искусство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὀρχηστικῇ — ὀρχηστικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστική — ὀρχηστικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ТАНЕЦ — • Όρχηστική, όρχησις, Saltatio, y Гомера ο̉ρχηστύς, что было тесно соединено с игрой на цитре и пением (ο̉., κίθαρις καὶ α̉οιδὴ, Il. 13, 721; μολπή есть общее название того же самого). По большей части танцор и певец было одно и то… … Реальный словарь классических древностей
САЛТАЦИОН — • Saltatĭo, см. Όρχηστική, Танец … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
άρση — Όρος της αρχαίας προσωδιακής μετρικής· λεγόταν και άνω χρόνος. Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν το ένα από τα δύο μέρη που συναποτελούσαν τον μετρικό πόδα (το μέτρο), ο οποίος τονιζόταν ασθενέστερα, σε αντιδιαστολή προς τη θέση ή κάτω χρόνο, που… … Dictionary of Greek
ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… … Dictionary of Greek
Εμανουέλ, Μορίς — (Maurice Emmanuel, 1862 – 1938). Γάλλος μουσουργός και μουσικολόγος. Διετέλεσε καθηγητής της ιστορίας της μουσικής στο ωδείο του Παρισιού, από το 1909. Μεγάλο μέρος του θεωρητικού του έργου αφορά την έρευνα σχετικά με την αρχαία ελληνική μουσική … Dictionary of Greek
Καμαργκό, Μαρί Αν — (Marie Anne de Cupis de Camargo, 1710 – 1770). Γαλλίδα χορεύτρια. θεωρήθηκε φαινόμενο της εποχής της και ο χορός της αποτέλεσε σταθμό στην ορχηστική τέχνη. Ήταν πιθανότατα η πρώτη γυναίκα χορεύτρια που εκτέλεσε την κίνηση κατά την οποία ο… … Dictionary of Greek
ορχηστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση ή τον ορχηστή. 2. ως ουσ., ορχηστική, η η τέχνη του χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)